- Ἰσιακός
- Ἰ̱σιακός , Ἰσιακόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισιακός — ή, ό (Α) (Ἰσιακός, ή, όν) [Ίσις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἰσιακός ιερέας τής Ίσιδος … Dictionary of Greek
Ἰσιάδ' — Ἰσιάδα , Ἰσιακός of fem acc sg Ἰσιάδι , Ἰσιακός of fem dat sg Ἰσιάδε , Ἰσιακός of fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακῶν — Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of fem gen pl Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακόν — Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of masc acc sg Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακαῖς — Ἰ̱σιακαῖς , Ἰσιακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακοί — Ἰ̱σιακοί , Ἰσιακός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακούς — Ἰ̱σιακούς , Ἰσιακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιακῷ — Ἰ̱σιακῷ , Ἰσιακός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιάδα — Ἰσιακός of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσιάδι — Ἰσιακός of fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)